Greek Meaning of got around
γύρισε
Other Greek words related to γύρισε
- ρυθμός
- ηττημένος
- Αποστολή
- πήρα
- Κατέκτησε
- υπερνικώ
- σταμάτησε
- πήρε
- κατακτημένος
- επικρατεί
- θριαμβεύω (επί)
- έχασε (απέναντι)
- νίκησε
- τελειωμένος
- ήρεμος
- υπερβάλαμε
- κομμένος
- ανάποδα
- χτενισμένο νήμα
- φυσώ έξω
- έπεσε κάτω
- Έκπληκτος
- Παρασυρμένος
- επικράτησε (πάνω από)
- επέτυχε
- εξαντλημένος
- βελτιωμένος
- Χρεοκοπημενος
- θαμένος
- οριοθετημένο
- θρυμματισμένος
- εκλειπτικός
- ξεπερασμένος
- διέπρεψε
- επίπεδο
- άνθισε
- ξεπέρασε
- Υπερδύναμος
- ανέτρεψε
- Υπερφορτωμένος
- ξεπερνώντας
- δρομολογημένο
- σκόραρε
- γδαρμένος
- σφαγμένος
- Καπνιστό
- υποδουλωμένος
- σάρωσε
- ξυλοκοπημένος
- κορυφαίο
- υπερέβη
- διέλυσε
- αναστατωμένος
- νικημένος
- χτύπησε
- κέρωμα
- χτυπημένος
- Πέτυχε (έξω)
- φύσηξε μακριά
- ξυλοκοπημένος
- κρεμώδης
- ξεπερασμένος (έξω)
- Καταρρίφθηκε
- χτύπησε
- Νίκησε οριακά
- επισκίασε
- βαρετό
- Γυαλισμένη με γόμα λακ
- Μεθυσμένος
- θαμμένος στο χιόνι
- ξεπερασμένος
Nearest Words of got around
Definitions and Meaning of got around in English
got around
circumvent, evade, to give attention or consideration, to do or deal with (something not yet done or dealt with), to become known or current, to go from place to place, to find or take the necessary time or effort, to get the better of, evade, to become known
FAQs About the word got around
γύρισε
circumvent, evade, to give attention or consideration, to do or deal with (something not yet done or dealt with), to become known or current, to go from place t
ρυθμός,ηττημένος,Αποστολή,πήρα,Κατέκτησε,υπερνικώ,σταμάτησε,πήρε,κατακτημένος,επικρατεί
έχασε (από),κατέβηκε,έπεσε,παραιτήθηκε,απέτυχε,διπλωμένος,ξεθωριασμένος,κατέρρευσε,βυθίστηκε
got along => Τά 'βρισκαν καλά, got after => καταδίωξη, got across => πέρασε, got a move on => κινηθεί, got a load of => ένα σωρό,