Greek Meaning of won (against)

έχασε (απέναντι)

Other Greek words related to έχασε (απέναντι)

Definitions and Meaning of won (against) in English

won (against)

No definition found for this word.

FAQs About the word won (against)

έχασε (απέναντι)

ρυθμός,ηττημένος,πήρα,Κατέκτησε,υπερνικώ,σταμάτησε,πήρε,κατακτημένος,επικρατεί,επικράτησε (πάνω από)

έχασε (από),κατέβηκε,απέτυχε,έπεσε,παραιτήθηκε,βυθίστηκε,διπλωμένος,ξεθωριασμένος,κατέρρευσε

women of letters => Γυναίκες των γραμμάτων, women of easy virtue => Γυναίκες ελαφρών ηθών, womanizing => γυναικάς, womanizers => γυναικάδες, womanized => θηλυπρεπής,