Greek Meaning of won (over)
κέρδισε (πάνω)
Other Greek words related to κέρδισε (πάνω)
- έφερε
- πεπεισμένος
- πήρα
- πεπεισμένος
- ικανοποιημένος
- επικράτησε (επί ή επί)
- ισχυρίστηκε
- ελκυσμένος
- κέρδισε
- επαγόμενος
- μετακινηθήκαμε
- πρότρεψε
- φέρθηκαν γύρω
- μετατραπεί
- προτρέπονται
- talked (into) - μίλησα (στην)
- Γοητευμένος
- κολακεμένος
- γλυκόλογος
- Πλύση εγκεφάλου
- πεισθεί
- πείθει
- συζήτησαν
- συζητήθηκε
- αμφισβητούμενο
- σχεδίασε
- δελεαστικός
- ικέτευσε
- παρότρυνε
- επικλινής
- επηρεασμένο
- ενδιαφέρομαι
- δέλεασε
- προτεινόμενο
- πωλημένος
- δελεασčený
- πείθεται
- ελκυστικό
- μασουλημένο
- συνομίλησε
- μιλάμε γρήγορα
- τεμαχισμένο
- οδήγησε
- πεισμένος πάρα πολύ
- χιονισμένος
- επηρεάστηκε
Nearest Words of won (over)
- won (back) => κέρδισε (πίσω)
- won (against) => έχασε (απέναντι)
- women of letters => Γυναίκες των γραμμάτων
- women of easy virtue => Γυναίκες ελαφρών ηθών
- womanizing => γυναικάς
- womanizers => γυναικάδες
- womanized => θηλυπρεπής
- womanhoods => Γυναικεία φύση
- woman of letters => συγγραφέας
- woman of easy virtue => γυναίκα ελαφρών ηθών
- wonder (about) => αναρωτιέμαι για
- wonder drug => Θαυματουργό φάρμακο
- wonder drugs => θαυματουργά φάρμακα
- wondered (about) => αναρωτιέμαι (για)
- wondering (about) => αναρωτιέμαι (για)
- wonders (about) => αναρωτιέμαι (για)
- wonder-workers => θαυματουργοί
- wondrousness => θαυμασμός
- wonts => συνήθειες
- wood nymphs => δρυάδες
Definitions and Meaning of won (over) in English
won (over)
to persuade (someone) to accept and support something (such as an idea) after opposing it
FAQs About the word won (over)
κέρδισε (πάνω)
to persuade (someone) to accept and support something (such as an idea) after opposing it
έφερε,πεπεισμένος,πήρα,πεπεισμένος,ικανοποιημένος,επικράτησε (επί ή επί),ισχυρίστηκε,ελκυσμένος,κέρδισε,επαγόμενος
αποτρεπτικός,αποθαρρυμένος,αποτραπεί,αδιάθετο
won (back) => κέρδισε (πίσω), won (against) => έχασε (απέναντι), women of letters => Γυναίκες των γραμμάτων, women of easy virtue => Γυναίκες ελαφρών ηθών, womanizing => γυναικάς,