Greek Meaning of chewed over

μασουλημένο

Other Greek words related to μασουλημένο

Definitions and Meaning of chewed over in English

chewed over

to meditate on, to think over

FAQs About the word chewed over

μασουλημένο

to meditate on, to think over

θεωρούμενος,συζήτησαν,διασκεδασμένος,εξερευνηθεί,με μάτια,αμφισβητήθηκε,μελετήθηκε,ζυγισμένο,μασουλήθηκε,στοχαστικός

παραβλεπόμενος,απολυμένος,απορριπτόμενος,προσβάλλω,εξαντλημένος,υποτίμησε

chewed out => μασημένο, chewed on => μασουλήθηκε, chew the rag => κουτσομπολεύω, chew on => μασάω, chevaliers => ιππότες,