Greek Meaning of drank (in)

ήπιε (σε)

Other Greek words related to ήπιε (σε)

Definitions and Meaning of drank (in) in English

drank (in)

to stop and look at or listen to something in order to enjoy it fully

FAQs About the word drank (in)

ήπιε (σε)

to stop and look at or listen to something in order to enjoy it fully

έφαγε (όλο),αγκαλιάστηκε,καλωσόρισε,υιοθετημένος,ευχαρίστηκα,χαιρετώ,χαιρέτησε,απορρόφησε (μέχρι),Μου άρεσε,διάλεξε

διστάζω για,αρνήθηκε,προσπέρασε,απορριφθείς,απορριπτόμενος,περιφρονημένος,απορρίφθηκε,διαφώνησε (για),αντιτίθεμαι (σε),πέταξε από πάνω

drams => δράμια, dramedy => Δραμεντί, dramatists => θεατρικοί συγγραφείς, drains => αποχέτευση, drainpipes => σωλήνες αποχέτευσης,