Greek Meaning of chose

διάλεξε

Other Greek words related to διάλεξε

Definitions and Meaning of chose in English

Webster

chose (imp.)

of Choose

Webster

chose ()

of Choose

imp. & p. p. of Choose.

Webster

chose (n.)

A thing; personal property.

FAQs About the word chose

διάλεξε

of Choose, of Choose, A thing; personal property., imp. & p. p. of Choose.

εκλεγμένος,ονομαζόμενος,διάλεξε,προτιμότερος,επιλεγμένα,πήρε,επιλεγμένο,καθορισμένος,υποψήφιος (ipopsisfios),επέλεξε (για)

αρνήθηκε,απορριφθείς,απορριπτόμενος,αποδοκιμασμένος,αποποιημένο,απορρίφθηκε,απορριφθεί,αρνητικό,περιφρονημένος

chorusing => Χορωδία, choruses => χορωδίες, chorused => χορωδία, chorus line => Χορωδία, chorus girl => Χορωδός,