Greek Meaning of nominated
υποψήφιος (ipopsisfios)
Other Greek words related to υποψήφιος (ipopsisfios)
- ονομαζόμενος
- καθορισμένος
- Μεταγλωττισμένη
- επισημασμένος
- επισημασμένο
- ονομαζόμενος
- ονομαζόμενος
- βαπτισμένος
- βαπτισμένος
- Βαπτισμένος
- ονομαστική αξία
- δικαιούχος
- ψευδώνυμο
- στυλιζαρισμένο
- με τίτλο
- Επώνυμος
- καλούμενος
- σημαίνει
- εσφαλμένα ονομαζόμενη
- με εσφαλμένο όνομα
- μετονομάστηκε
- μετονομάστηκε
- στιγματισμένος
- με το επώνυμο
- Ετικέτα
Nearest Words of nominated
- nominate => ονομάζω
- nominally => ονομαστικά
- nominalize => Αποδίδω σε όνομα
- nominalistic => ονομαστικός
- nominalist => ονοματικιστής
- nominalism => ονοματισμός
- nominal value => Ονομαστική αξία
- nominal phrase => Ονοματική φράση
- nominal head => Ονομαστικός επικεφαλής
- nominal damages => Ουσιαστικές ζημίες
- nominately => ονομαστικά
- nominating => υποψηφιότητα
- nominating address => ομιλία πρότασης υποψηφιότητας
- nominating speech => λόγος υποψηφιότητας
- nomination => υποψηφιότητα
- nominatival => ονομαστική
- nominative => ονομαστική πτώση
- nominative case => ονομαστική
- nominatively => ονομαστική
- nominator => Υποψηφίζων
Definitions and Meaning of nominated in English
nominated (s)
appointed by nomination
nominated (imp. & p. p.)
of Nominate
FAQs About the word nominated
υποψήφιος (ipopsisfios)
appointed by nominationof Nominate
ονομαζόμενος,καθορισμένος,Μεταγλωττισμένη,επισημασμένος,επισημασμένο,ονομαζόμενος,ονομαζόμενος,βαπτισμένος,βαπτισμένος,Βαπτισμένος
εκφορτισμένος,απολυμένος,εκδιωκόμενος,απολυμένος,καθαιρεθέν,εκθρονισμένος,εκτοπισμένος,εκτοπισμένος,εκδιωγμένος,εκδιωχθέντας
nominate => ονομάζω, nominally => ονομαστικά, nominalize => Αποδίδω σε όνομα, nominalistic => ονομαστικός, nominalist => ονοματικιστής,