Greek Meaning of entitled

δικαιούχος

Other Greek words related to δικαιούχος

Definitions and Meaning of entitled in English

Wordnet

entitled (s)

qualified for by right according to law

Webster

entitled (imp. & p. p.)

of Entitle

FAQs About the word entitled

δικαιούχος

qualified for by right according to lawof Entitle

εξουσιοδοτημένος,ενεργοποιημένος,κατάλληλος,επιτρεπόμενο,ενεργοποίηση,επιτρεπτός,προνομιούχος,πιστοποιημένο,εγκρίθηκε,πιστοποιημένο

ανάπηρος,Αποκλεισμένος,απαγορεύεται,κατεσταλμένος,αποστερημένοι της εκλογής,απαγόρευσε,άκυρος,απαγορευμένη,αποπιστοποιημένος,απαγόρευσε

entitle => δικαιούμαι, entities => Οντότητες, entitative => οντικός, entire-wheat => ολικής άλεσης, entirety => σύνολο,