Greek Meaning of enabled
ενεργοποίηση
Other Greek words related to ενεργοποίηση
Nearest Words of enabled
Definitions and Meaning of enabled in English
enabled (imp. & p. p.)
of Enable
FAQs About the word enabled
ενεργοποίηση
of Enable
επιτρεπόμενο,ενεργοποιημένος,επιτρεπτός,Εξοπλισμένος,αφήνω,προετοιμασμένος,εγκρίθηκε,εξαρτημένος από κάποιον όρο,ενέκρινε,κατάλληλο
εμπόδισε,ανασταλμένος,αποκλείστηκε,απαγορευμένος,απαγορεύεται,επιβεβλημένο,απαγόρευσε,απαγόρευσε
enable => ενεργοποιήστε, en route => εν πτήσει, en rapport => Σε αρμονία, en passant => παρεμπιπτόντως, en masse => μαζικά,