Greek Meaning of enjoined
επιβεβλημένο
Other Greek words related to επιβεβλημένο
- διέταξε
- ζητούσε
- ζητηθείσα
- απαιτούμενο
- ρώτησε
- ονομαζόμενος (για)
- διεκδίκησε
- εκτελείται
- επέμενε (σε)
- αναγκαίος
- πιεσμένοι (για)
- οριζόμενος για
- αναζητούμενος
- ζήτησε (κάτι)
- έκλαψε (για)
- παρενοχλημένος
- επιβεβλημένο
- απαραίτητος
- ικετεύω (για)
- ικέτευσε (για)
- τάχθηκε υπέρ (κάτι)
- αναζητούμενα
- επιταγμένος
- πήρε
- εγγυημένος
Nearest Words of enjoined
Definitions and Meaning of enjoined in English
enjoined (imp. & p. p.)
of Enjoin
FAQs About the word enjoined
επιβεβλημένο
of Enjoin
διέταξε,ζητούσε,ζητηθείσα,απαιτούμενο,ρώτησε,ονομαζόμενος (για),διεκδίκησε,εκτελείται,επέμενε (σε),αναγκαίος
παραιτήθηκε,παραδόθηκε,ενέδωσε,παραιτήθηκε
enjoin => επιτάσσω, enjambment => στίχος υπερκείμενος, enjambement => ασυνέχεια, enjailing => φυλάκιση, enjailed => φυλακισμένος,