Greek Meaning of imposed
επιβεβλημένο
Other Greek words related to επιβεβλημένο
- εκτιμηθεί
- φορτισμένος
- πρόστιμο
- επιβάλλεται
- βάζω
- εκτελείται
- εξαναγκαστικός
- Επιβληθείσα
- τοποθετημένο
- τιμωρηθείς
- φορολογείται
- αιμορραγία
- εξαναγκασμένος
- εξαναγκασμένος
- ελλιμενισμένο
- αποκομμένο
- εκβιασμένος
- κουρεμένος
- σκαμμένο
- αμέλξε
- τιμωρήσει
- επανεφαρμόστηκε
- επανέφερε
- σετ
- δόνηση
- γδαρμένος
- συμπιεσμένο
- προκάλεσε
- wrest
- στίβω
Nearest Words of imposed
Definitions and Meaning of imposed in English
imposed (s)
set forth authoritatively as obligatory
imposed (imp. & p. p.)
of Impose
FAQs About the word imposed
επιβεβλημένο
set forth authoritatively as obligatoryof Impose
εκτιμηθεί,φορτισμένος,πρόστιμο,επιβάλλεται,βάζω,εκτελείται,εξαναγκαστικός,Επιβληθείσα,τοποθετημένο,τιμωρηθείς
μειώθηκε,ελαττωμένος,λιγότερο,κυκλοφόρησε,εστάλη,Αντιληπτό,συγχωρούμενος,συγχώρεσε,συγχωρέθηκε,γυάλισε (πάνω από)
impose => επιβάλλω, imposableness => αδυναμία, imposable => ανέφικτος, importuous => ταραχώδες, importunity => επίμονος,