Greek Meaning of imposition
επιβολή
Other Greek words related to επιβολή
- τέλος
- φόρος
- αξιολόγηση
- καθήκον
- φόρος κατανάλωσης
- φόρος
- τιμή
- κεφαλικός φόρος
- τελωνεία
- Φόρος κληρονομιάς
- Άμεσος φόρος
- Φόρος κληρονομιών
- ενιαίος φόρος
- κρυφοί φόροι
- Φόρος εισοδήματος
- Φόρος κληρονομιάς
- φορολογία εισοδήματος
- Κεφαλικός φόρος
- Φόρος ακινήτων
- Αναλογικός φόρος
- Φόρος Πωλήσεων
- φόρος αμαρτίας
- ενιαίος φόρος
- υπερφορολογία
- επιβάρυνση
- επιπρόσθετος φόρος
- διόδια
- Φόρος τιμής
- φόρος προστιθεμένης αξίας
- φόρος παρακράτησης
Nearest Words of imposition
Definitions and Meaning of imposition in English
imposition (n)
the act of imposing something (as a tax or an embargo)
an uncalled-for burden
imposition (n.)
The act of imposing, laying on, affixing, enjoining, inflicting, obtruding, and the like.
That which is imposed, levied, or enjoined; charge; burden; injunction; tax.
An extra exercise enjoined on students as a punishment.
An excessive, arbitrary, or unlawful exaction; hence, a trick or deception put on laid on others; cheating; fraud; delusion; imposture.
The act of laying on the hands as a religious ceremoy, in ordination, confirmation, etc.
The act or process of imosing pages or columns of type. See Impose, v. t., 4.
FAQs About the word imposition
επιβολή
the act of imposing something (as a tax or an embargo), an uncalled-for burdenThe act of imposing, laying on, affixing, enjoining, inflicting, obtruding, and th
τέλος,φόρος,αξιολόγηση,καθήκον,φόρος κατανάλωσης,φόρος,τιμή,κεφαλικός φόρος,τελωνεία,Φόρος κληρονομιάς
No antonyms found.
imposingness => εντυπωσιακός, imposingly => επιβλητικά, imposing => επιβλητικός, imposer => απατεώνας, imposement => επιβολή,