Greek Meaning of imposer
απατεώνας
Other Greek words related to απατεώνας
Nearest Words of imposer
Definitions and Meaning of imposer in English
imposer (n.)
One who imposes.
FAQs About the word imposer
απατεώνας
One who imposes.
αξιολογώ,χρέωση,καλό,τέλος,βάζω,αναγκάζω,ακριβές,εκβιάζω,δύναμη,επιβάλλω
μειώνω,μειώνω,συγχωρώ,λιγώτερο,αποστείλω,ανέχομαι,αδιαφορία,δικαιολογία,Απελευθέρωση,παραβλέπω
imposement => επιβολή, imposed => επιβεβλημένο, impose => επιβάλλω, imposableness => αδυναμία, imposable => ανέφικτος,