FAQs About the word impossibly

αδύνατο

to a degree impossible of achievementNot possibly.

απίθανα,απίστευτα,απίθανα

φαινομενικά,προφανώς,φαινομενικά,πιθανώς,φαινομενικά,υποτίθεται,εξωτερικά,φαινομενικά,εξωτερικά,υποτιθέμενα

impossibleness => αδυναμία, impossible action => αδύνατη ενέργεια, impossible => αδύνατο (adynato), impossibility => Αδυναμία, impossibilities => αδυναμίες,