Greek Meaning of believably
αξιόπιστα
Other Greek words related to αξιόπιστα
- αξιόπιστα
- εξωτερικά
- πιθανός
- εξωτερικά
- πιθανότατα
- ορατά
- φαινομενικά
- σαφώς
- Πιθανώς
- προφανώς
- ίσως
- φανερά
- φαινομενικά
- ίσως
- πιθανόν
- φαινομενικά
- υποτίθεται
- φερόμενος
- πιθανώς
- σίγουρα
- σαφώς
- προφανώς
- ίσως
- φαινομενικά
- ίσως
- προφανώς
- θετικά
- πιθανώς
- πιθανότατα
- δήθεν
- υποτίθεται
- υποτιθέμενα
- φέρεται
- τάχα
- παραδόξως
- σίγουρα
Nearest Words of believably
Definitions and Meaning of believably in English
believably (r)
in a believable manner
easy to believe on the basis of available evidence
FAQs About the word believably
αξιόπιστα
in a believable manner, easy to believe on the basis of available evidence
αξιόπιστα,εξωτερικά,πιθανός,εξωτερικά,πιθανότατα,ορατά,φαινομενικά,σαφώς,Πιθανώς,προφανώς
αδύνατο,απίθανα,απίστευτα,απίθανα
believable => πιστευτός, believability => αξιοπιστία, beliefful => πιστός, belief => πίστη, belied => διέψευσε,