Greek Meaning of belied

διέψευσε

Other Greek words related to διέψευσε

Definitions and Meaning of belied in English

Webster

belied (imp. & p. p.)

of Belie

FAQs About the word belied

διέψευσε

of Belie

κρυμμένο,Κρυμμένος,παραποιημένος,αμυδρό,Αντιφατικός,μεταμφιεσμένος,Διαστρεβλωμένο,μεταμφιεσμένος,καμουφλαρισμένο,Κρυμμένος

προδομένος/η,επιδεικνυόμενος,Ανακαλύφθηκε,εκθέθηκε,εκπροσωπούμενος,αποκάλυψε,Αποκαλύφθηκε,φανερώθηκε,εκτεθειμένο,γυμνή

belie => αρνούμαι, belibel => Μπελίμπελ, belial => Βεελίαρ, belgravian => Μπέλγκραβια, belgrade => Βελιγράδι,