Greek Meaning of imposingly
επιβλητικά
Other Greek words related to επιβλητικά
- σπάταλα
- υψηλός
- εντυπωσιακά
- πολυτελώς
- μεγαλοπρεπώς
- μεγαλοπρεπώς, πλουσιοπάροχα
- πλούσια
- υπέροχα
- μεγαλοπρεπώς
- άνετα
- ακριβό
- λιπαρός
- μεγαλοπρεπώς
- μεγαλοπρεπώς
- μεγάλος
- πλουσιοπάροχα
- επιδεικτικά
- επιβλητικά
- επιτηδευμένα
- πολυτελές
- με άνεση
- καλό
- ανέκφραστα
- επιεικώς
- ανεξέλεγκτα
- σπάταλα
- αυθαίρετα
- σπάταλα
- πλούσια
- μεγαλοπρεπώς
Nearest Words of imposingly
Definitions and Meaning of imposingly in English
imposingly (r)
in an impressive manner
imposingly (adv.)
In an imposing manner.
FAQs About the word imposingly
επιβλητικά
in an impressive mannerIn an imposing manner.
σπάταλα,υψηλός,εντυπωσιακά,πολυτελώς,μεγαλοπρεπώς,μεγαλοπρεπώς, πλουσιοπάροχα,πλούσια,υπέροχα,μεγαλοπρεπώς,άνετα
αυστηρά,ταπεινά,μετριοπαθώς,προφανώς,απλά,φθηνά,οικονομικά,φθηνά,πενιχρά,μέτρια
imposing => επιβλητικός, imposer => απατεώνας, imposement => επιβολή, imposed => επιβεβλημένο, impose => επιβάλλω,