Greek Meaning of prudently

με σύνεση

Other Greek words related to με σύνεση

Definitions and Meaning of prudently in English

Wordnet

prudently (r)

in a prudent manner

FAQs About the word prudently

με σύνεση

in a prudent manner

διακριτικά,φρόνιμα,Λογικά,σοφά,ιπποτικά,ευπρεπώς,με σεβασμό,δικαιολογημένα,Αρκετά,ανδρεία

περιφρονητικά,σκληρά,με περιφρόνηση,ασεβώς,αναμάρτητα,αγενώς,περιφρονητικά,απερίσκεπτα,αγενώς,απάνθρωπα

prudential => φρόνιμος, prudent => συνετός, prudence => φρόνηση, prude => πουριτανικός, prozac => Πρόζακ,