Greek Meaning of excusably

δικαιολογημένα

Other Greek words related to δικαιολογημένα

Definitions and Meaning of excusably in English

Wordnet

excusably (r)

in an excusable manner or to an excusable degree

FAQs About the word excusably

δικαιολογημένα

in an excusable manner or to an excusable degree

Αρκετά,δικαιολογημένα,ευχάριστα,λογικά,εγκύρως,προσεκτικά,ευγενικά,διακριτικά,ευγενώς,φρόνιμα

περιφρονητικά,σκληρά,αγενώς,με περιφρόνηση,ασεβώς,αναμάρτητα,αγενώς,περιφρονητικά,απερίσκεπτα,κακόβουλα

excursus => εκδρομή, excursive => εκδρομικός, excursionist => εκδρομέας, excursion rate => Τιμή εκδρομής, excursion => εκδρομή,