FAQs About the word excuseless

αδικαιολόγητος

Having no excuse; not admitting of excuse or apology.

No synonyms found.

No antonyms found.

excused => συγχωρούμενος, excuse => δικαιολογία, excusatory => απολογητικός, excusator => δικαιολογία, excusation => δικαιολογία,