FAQs About the word excursionist

εκδρομέας

a tourist who is visiting sights of interestOne who goes on an excursion, or pleasure trip.

τουρίστας,ταξιδιώτης,Ταξιδιώτης,Επισκέπτης,καλεσμένος,παραθεριστής,τουρίστας,οικότροφος,ταξιδιώτης,Προκυνηματής

No antonyms found.

excursion rate => Τιμή εκδρομής, excursion => εκδρομή, excurse => παρέκβαση, excurrent => εκροή, excur => εκδρομή,