Greek Meaning of excused

συγχωρούμενος

Other Greek words related to συγχωρούμενος

Definitions and Meaning of excused in English

Wordnet

excused (s)

granted exemption

Webster

excused (imp. & p. p.)

of Excuse

FAQs About the word excused

συγχωρούμενος

granted exemptionof Excuse

εξηγήθηκε,δικαιολογημένη,παραβλεπόμενος,συγχωρέθηκε,έκλεισε το μάτι (σε),βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά),Αντιληπτό,σε έκπτωση,συγχώρεσε,με επικάλυψη χαρτιού

σημαδεμένος,σημείωσε,έδωσε προσοχή,νους,αντιτίθεμαι (σε)

excuse => δικαιολογία, excusatory => απολογητικός, excusator => δικαιολογία, excusation => δικαιολογία, excusably => δικαιολογημένα,