Greek Meaning of brushed (aside or off)
βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά)
Other Greek words related to βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά)
- έκλεισε το μάτι (σε)
- εξηγήθηκε
- δικαιολογημένη
- παραβλεπόμενος
- κλείνω το μάτι (σε κάποιον)
- κλείνω τα μάτια μου σε
- Αντιληπτό
- σε έκπτωση
- συγχωρούμενος
- συγχώρεσε
- Συγχώρεσε και ξέχασε
- γυάλισε (πάνω από)
- γυαλισμένο
- με επικάλυψη χαρτιού
- συγχωρέθηκε
- παρέλειψε
- εστάλη
- σήκωσε τους ώμους
- Ασβεστωμένη
- απαλλαγμένος
- απαλλάσσει
- αθωωμένος
- ξεπερασμένος
- εκλογικευμένο
- Δικαίωσε
- παραιτημένος
- Κούνησε το χέρι του (μακριά ή στο πλάι)
Nearest Words of brushed (aside or off)
- brushed (off) => βουρτσισμένος (μακριά)
- brushes => Πινέλα
- brushes (off) => να βουρτσίσει (από)
- brushing (aside or off) => σκούπισμα (παράμερα ή μακριά)
- brushing (off) => βούρτσισμα (από)
- brushwoods => βούρτσες
- Brussels laces => Δαντέλα Βρυξελλών
- brutes => οι κτήνη
- brutishness => βαρβαρότητα
- bubblehead => Φουσκωτός
Definitions and Meaning of brushed (aside or off) in English
brushed (aside or off)
No definition found for this word.
FAQs About the word brushed (aside or off)
βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά)
έκλεισε το μάτι (σε),εξηγήθηκε,δικαιολογημένη,παραβλεπόμενος,κλείνω το μάτι (σε κάποιον),κλείνω τα μάτια μου σε,Αντιληπτό,σε έκπτωση,συγχωρούμενος,συγχώρεσε
σημαδεμένος,σημείωσε,αντιτίθεμαι (σε),έδωσε προσοχή,νους
brush (off) => Βούρτσα (σβηστή), brush (aside or off) => βούρτσισμα (προς τα πλάγια ή προς τα έξω), brunts => μώλωπες, brumes => ομίχλη, bruits => θόρυβοι,