Greek Meaning of brushed (aside or off)

βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά)

Other Greek words related to βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά)

Definitions and Meaning of brushed (aside or off) in English

brushed (aside or off)

No definition found for this word.

FAQs About the word brushed (aside or off)

βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά)

έκλεισε το μάτι (σε),εξηγήθηκε,δικαιολογημένη,παραβλεπόμενος,κλείνω το μάτι (σε κάποιον),κλείνω τα μάτια μου σε,Αντιληπτό,σε έκπτωση,συγχωρούμενος,συγχώρεσε

σημαδεμένος,σημείωσε,αντιτίθεμαι (σε),έδωσε προσοχή,νους

brush (off) => Βούρτσα (σβηστή), brush (aside or off) => βούρτσισμα (προς τα πλάγια ή προς τα έξω), brunts => μώλωπες, brumes => ομίχλη, bruits => θόρυβοι,