Greek Meaning of bubblehead

Φουσκωτός

Other Greek words related to Φουσκωτός

Definitions and Meaning of bubblehead in English

bubblehead

a foolish or stupid person

FAQs About the word bubblehead

Φουσκωτός

a foolish or stupid person

κούκλα,κουτόφραγκος,μυαλό πουλιού,Μπλόκχεντ,κλόουν,κακαρίζω,κλαγκ,καμπίνα,Νεκροκεφαλή,βουτάω

Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,διανοούμενος,σοφός,στοχαστής,μάγος,πολυμάθης,φυτό,Αναγεννησιακός άνθρωπος

brutishness => βαρβαρότητα, brutes => οι κτήνη, Brussels laces => Δαντέλα Βρυξελλών, brushwoods => βούρτσες, brushing (off) => βούρτσισμα (από),