Greek Meaning of cluck
κακαρίζω
Other Greek words related to κακαρίζω
- κούκλα
- κουτόφραγκος
- μυαλό πουλιού
- Μπλόκχεντ
- κλόουν
- κλαγκ
- καμπίνα
- Νεκροκεφαλή
- βουτάω
- Ντόντο
- γάιδαρος
- ναρκωτικό
- Αλτήρας
- ανόητος
- Χήνος
- γκόλεμ
- μπάχαλος
- Χήνα
- Σφυροκέφαλος
- σκληρό κεφάλι
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- Καρέτα-καρέτα
- μπουκακίνο
- εξόγκωμα
- τρελός
- μητέρα
- Σκυλί διασταύρωσης
- φυσικός
- Νιμρόδ
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- νεύμα
- μακαρόνια
- απόθεμα
- καταπλήσσω
- Γαλοπούλα
- Φουσκωτός
- Κεφάλι σούπας
- cuddlie
- Αμυδρός λαμπτήρας
- Νταμ-νταμ
- Θηρίο
- Σούλα (Soula)
- παχύδερμος
- Γελωτοποιός
- CAD
- αγροίκος
- Θρόμβος
- μπουσουλώ
- μίγμα
- κοιτάζω
- φτέρνα
- τρελός
- τρελός
- Φλυτζάνι
- Παξιμάδι
- Αφηρημένος
- σκάντζοχοιρος
- Φίδι
- βρωμύλος
- κακός
- γιο-γιο
- τρελός
- μια ελαφρόμυαλη
- αλήτης
- αλήτης
- Απρόσεκτος
- Ξύλινο κεφάλι
Nearest Words of cluck
Definitions and Meaning of cluck in English
cluck (n)
the sound made by a hen (as in calling her chicks)
cluck (v)
make a clucking sounds, characteristic of hens
cluck (v. i.)
To make the noise, or utter the call, of a brooding hen.
cluck (v. t.)
To call together, or call to follow, as a hen does her chickens.
cluck (n.)
The call of a hen to her chickens.
A click. See 3d Click, 2.
FAQs About the word cluck
κακαρίζω
the sound made by a hen (as in calling her chicks), make a clucking sounds, characteristic of hensTo make the noise, or utter the call, of a brooding hen., To c
κούκλα,κουτόφραγκος,μυαλό πουλιού,Μπλόκχεντ,κλόουν,κλαγκ,καμπίνα,Νεκροκεφαλή,βουτάω,Ντόντο
Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,σοφός,στοχαστής,φυτό,διανοούμενος,Αναγεννησιακός άνθρωπος,μάγος,πολυμάθης
club-shaped => ρόπαλοειδής, club-rush => συνωστισμός σε κλαμπ, clubroot fungus => Κιλά αγγουριού, clubroom => Λέσχη, clubmoss family => Λυκοπόδιο,