Greek Meaning of golem
γκόλεμ
Other Greek words related to γκόλεμ
- κούκλα
- τρελός
- κουτόφραγκος
- μυαλό πουλιού
- Μπλόκχεντ
- Θρόμβος
- κλόουν
- κακαρίζω
- κλαγκ
- καμπίνα
- Νεκροκεφαλή
- βουτάω
- Ντόντο
- γάιδαρος
- ναρκωτικό
- Αλτήρας
- ανόητος
- Χήνος
- μπάχαλος
- Χήνα
- Σφυροκέφαλος
- σκληρό κεφάλι
- Δεν γνωρίζω τίποτα
- Καρέτα-καρέτα
- μπουκακίνο
- εξόγκωμα
- μητέρα
- Σκυλί διασταύρωσης
- φυσικός
- Νιμρόδ
- νίννιχαμμερ
- κόνιδα
- νεύμα
- μακαρόνια
- σκάντζοχοιρος
- απόθεμα
- καταπλήσσω
- Γαλοπούλα
- κακός
- Φουσκωτός
- Κεφάλι σούπας
- cuddlie
- Αμυδρός λαμπτήρας
- Νταμ-νταμ
- αλήτης
- αλήτης
- Απρόσεκτος
- Ξύλινο κεφάλι
- Θηρίο
- Σούλα (Soula)
- παχύδερμος
- Γελωτοποιός
- CAD
- αγροίκος
- μπουσουλώ
- μίγμα
- κοιτάζω
- φτέρνα
- τρελός
- τρελός
- Φλυτζάνι
- Παξιμάδι
- Αφηρημένος
- Φίδι
- βρωμύλος
- γιο-γιο
- τρελός
- μια ελαφρόμυαλη
Nearest Words of golem
Definitions and Meaning of golem in English
golem (n)
(Jewish folklore) an artificially created human being that is given life by supernatural means
a mechanism that can move automatically
FAQs About the word golem
γκόλεμ
(Jewish folklore) an artificially created human being that is given life by supernatural means, a mechanism that can move automatically
κούκλα,τρελός,κουτόφραγκος,μυαλό πουλιού,Μπλόκχεντ,Θρόμβος,κλόουν,κακαρίζω,κλαγκ,καμπίνα
Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,σοφός,μάγος,διανοούμενος,πολυμάθης,στοχαστής,φυτό,Αναγεννησιακός άνθρωπος
goldylocks => Χρυσομαλλούσα, goldwyn => Γκόλντγουιν, gold-worker => χρυσοχόος, goldworker => Χρυσοχόος, goldtit => καρδερίνα,