Greek Meaning of glozed (over)

γυαλισμένο

Other Greek words related to γυαλισμένο

Definitions and Meaning of glozed (over) in English

glozed (over)

No definition found for this word.

FAQs About the word glozed (over)

γυαλισμένο

συγχωρούμενος,εξηγήθηκε,εξηγήθηκε μακριά,γυάλισε (πάνω από),δικαιολογημένη,λογισμένο (για),Αποσμητικό,εξαντλημένος,καταπραϋμένος,Ασβεστωμένη

σημαδεμένος,σημείωσε,αντιτίθεμαι (σε),έδωσε προσοχή,νους

gloze (over) => αγνοώ, glows => λάμπει, glossing (over) => εξωραϊσμός (σε), glosses (over) => γλωσσίδια, glosses => γλώσσες,