Greek Meaning of lightened
φωτισμένος
Other Greek words related to φωτισμένος
Nearest Words of lightened
Definitions and Meaning of lightened in English
lightened (imp. & p. p.)
of Lighten
FAQs About the word lightened
φωτισμένος
of Lighten
φωτεινός,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,φωτισμένο,φωτισμένο,φωτισμένο,αναμμένος,λαμπερός,λαμπερός,ηλιόλουστος
μαυρισμένος,συννεφιασμένος,συννεφιασμένος,σκοτεινός,αχνός,αμυδρό,βαρετό,θαμπό,θολό,βαρύς
lighten up => χαλάρωσε, lighten => ανοίγω, light-emitting diode => δίοδος εκπομπής φωτός, lighted => φωτισμένο, lighte => ελαφρύς,