Greek Meaning of light-footed
ελαφροπόδαρος
Other Greek words related to ελαφροπόδαρος
- Ευέλικτος
- χαριτωμένος
- φως
- αθλητικός
- επιδέξιος
- γατοειδής
- χαριτωμένος
- Ελαφρύς
- εύπλαστος
- ευλύγιστος
- ευλύγιστος
- ευλύγιστος
- εύστροφος
- ζωηρός
- ακροβατικός
- επιδέξιος
- μπαλέτο
- συντονισμένος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιδέξια
- Ταχύς
- ευέλικτος
- ελαφροχέρης
- εύκαμπτος
- χαλαρός
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος
- σκοτεινός
Nearest Words of light-footed
Definitions and Meaning of light-footed in English
light-footed (a)
(of movement) having a light and springy step
light-footed (a.)
Having a light, springy step; nimble in running or dancing; active; as, light-foot Iris.
FAQs About the word light-footed
ελαφροπόδαρος
(of movement) having a light and springy stepHaving a light, springy step; nimble in running or dancing; active; as, light-foot Iris.
Ευέλικτος,χαριτωμένος,φως,αθλητικός,επιδέξιος,γατοειδής,χαριτωμένος,Ελαφρύς,εύπλαστος,ευλύγιστος
αμήχανος,αδέξιος,άχαρος,άχαρος,βαρύς,Μη συντονισμένος,άχαρος,αδέξιος,άκαμπτος,αδέξιος
light-foot => ελαφροπόδαρος, light-fingered => ελαφροχέρης, lighter-than-air craft => Αερόπλοιο, lighter-than-air => ελαφρύτερο από τον αέρα, lightermen => πλωτές,