FAQs About the word lightheaded

Ζάλη

weak and likely to lose consciousness, lacking seriousness; given to frivolity

ζαλισμένος,ζαλισμένος,ζαλισμένος,ζαλισμένος,Αδύναμος,ζαλισμένος,κυματιστός,ιλιγγιώδης,Αδύναμος,στροβιλιζόμενος

καθαρό μυαλό,σταθερός,σταθερός

light-handedly => με ελαφρό χέρι, light-handed => επιδέξιος, light-haired => Ξανθός, light-green => Ανοιχτό πράσινο, lightful => φωτεινός,