Greek Meaning of aswoon
λιποθύμησε
Other Greek words related to λιποθύμησε
Nearest Words of aswoon
Definitions and Meaning of aswoon in English
aswoon (adv.)
In a swoon.
FAQs About the word aswoon
λιποθύμησε
In a swoon.
ζαλισμένος,ζαλισμένος,στροβιλιζόμενος,ζαλισμένος,Αδύναμος,ζαλισμένος,ιλιγγιώδης,Αδύναμος,ζαλισμένος,μπερδεμένος
σταθερός,σταθερός,καθαρό μυαλό
aswing => κουνιέται, aswan high dam => Φράγμα του Ασουάν, aswan => Ασσουάν, aswail => Επίσης, asvins => Ασβίν [asvin],