FAQs About the word aswoon

λιποθύμησε

In a swoon.

ζαλισμένος,ζαλισμένος,στροβιλιζόμενος,ζαλισμένος,Αδύναμος,ζαλισμένος,ιλιγγιώδης,Αδύναμος,ζαλισμένος,μπερδεμένος

σταθερός,σταθερός,καθαρό μυαλό

aswing => κουνιέται, aswan high dam => Φράγμα του Ασουάν, aswan => Ασσουάν, aswail => Επίσης, asvins => Ασβίν [asvin],