Greek Meaning of whirling
στροβιλιζόμενος
Other Greek words related to στροβιλιζόμενος
Nearest Words of whirling
Definitions and Meaning of whirling in English
whirling (n)
the act of rotating in a circle or spiral
whirling (p. pr. & vb. n.)
of Whirl
whirling ()
a. & n. from Whirl, v. t.
FAQs About the word whirling
στροβιλιζόμενος
the act of rotating in a circle or spiralof Whirl, a. & n. from Whirl, v. t.
ζαλισμένος,ζαλισμένος,ζαλισμένος,λιποθύμησε,ζαλισμένος,Αδύναμος,κυματιστός,ιλιγγιώδης,Αδύναμος,ζαλισμένος
καθαρό μυαλό,σταθερός,σταθερός
whirligig beetle => Γυρίνιδες, whirligig => σβούρα, whirler => Δίνη, whirled => στροβιλίστηκε, whirlbone => Δίνη,