FAQs About the word whirling

στροβιλιζόμενος

the act of rotating in a circle or spiralof Whirl, a. & n. from Whirl, v. t.

ζαλισμένος,ζαλισμένος,ζαλισμένος,λιποθύμησε,ζαλισμένος,Αδύναμος,κυματιστός,ιλιγγιώδης,Αδύναμος,ζαλισμένος

καθαρό μυαλό,σταθερός,σταθερός

whirligig beetle => Γυρίνιδες, whirligig => σβούρα, whirler => Δίνη, whirled => στροβιλίστηκε, whirlbone => Δίνη,