Greek Meaning of addled

μπερδεμένος

Other Greek words related to μπερδεμένος

Definitions and Meaning of addled in English

Wordnet

addled (s)

(of eggs) no longer edible

confused and vague; used especially of thinking

Webster

addled (imp. & p. p.)

of Addle

FAQs About the word addled

μπερδεμένος

(of eggs) no longer edible, confused and vague; used especially of thinkingof Addle

κατεστραμμένο,φθαρμένο,αποσυντεθείς,σάπιο,κακομαθημένος,κακός,Μολυσμένος,πήξε,ζυμωμένο,μολυσμένος

φρέσκος,καλός,συντηρημένο,γλυκό,αδιάσπαστος,αμόλυντος,αμόλυντος,ανέγγιχτος,Αμόλυντος,αλώβητος (-η, -ο)

addle-brained => αφηρημένος, addlebrained => μπερδεμένος, addle-brain => μπερδεμένος, addle => μπερδεμένος, additory => προσθετικό,