Greek Meaning of soured
ξινισμένος
Other Greek words related to ξινισμένος
Nearest Words of soured
Definitions and Meaning of soured in English
soured (a)
having turned bad
FAQs About the word soured
ξινισμένος
having turned bad
οξύ,Όξινος,ξηρός,ξινός,άγλυκο,οξεώδης,καυστικός,ξινός,πικρός,Τάρτα
Ανιαρός,λείο,γλυκό,Αραίωση,επίπεδος,άνοστος,άνοστος,λεπτός,Αδύναμος,Άγευστος
sourdough bread => Ξινοζύμι, sourdough => προζύμι, sourdine => σίγαστρο, source program => πρόγραμμα πηγής, source of illumination => πηγή φωτισμού,