Greek Meaning of crumbled

θρυμματισμένος

Other Greek words related to θρυμματισμένος

Definitions and Meaning of crumbled in English

crumbled

having fallen apart, broken into small pieces or crumbles

FAQs About the word crumbled

θρυμματισμένος

having fallen apart, broken into small pieces or crumbles

Μολυσμένος,διαβρωμένο,εκφυλισμένος,επιδεινωμένο,διαλυμένη,μολυσμένος,πήξε,σαπισμένο,αποσυνθέτειν,βεβηλωμένος

φρέσκος,καλός,συντηρημένο,γλυκό,αδιάσπαστος,αλώβητος (-η, -ο),αμόλυντος,αμόλυντος,ανέγγιχτος,αμόλυντος

cruising => κρουαζιέρα, cruises => κρουαζιέρες, cruisers => καταδρομικά, cruised => πλεύρισε, cruds => Crud,