FAQs About the word crunch (on)

τρίζω (σε)

to chew (a piece of food) in a way that makes a loud sound

δάγκωμα (σε),μασάω,μασώ,Τρώω (κάτι),πρωταθλητής,Μασώ,τρώω,μασάω,μπουκιά,καταναλίσκω

No antonyms found.

crumpling => τσαλακώνω, crumples => τσαλακώνω, crumping => Κράμπινγκ, crumped => τσαλακωμένος, crumminess => κακότητα,