Greek Meaning of crucified
σταυρωμένος
Other Greek words related to σταυρωμένος
- επιτέθηκε
- επικρίθηκε
- κατηγορηθεί
- ‏επιμελήθηκε‏
- λογοκριμένος
- καταγγελμένος
- εκδορά
- ελαττωματικό
- εκδορά
- απαγχονισμένος
- σφυρηλατημένος
- Καρίνα
- χτύπησε
- μαστιγωμένος
- τηγανίτης
- διαπομπευμένος
- απεδοκίμασαν
- μάλωσε
- σούβλα
- κουρασμένος
- μομφή
- καταδικασμένος
- κριτικάρετε
- επέκρινε σφόδρα
- νουθετώ
- επιτέθηκε
- ανατιναγμένη
- επικριμένος
- στέναξε
- μουρμούρισε
- χτύπησε
- σχισμένος
- γκρίνια
- μαλώνω
- ξυλοκοπημένος
- παραπονιόταν
- προσέβαλε
- κλώτσησε
- χαραγμένο (σε)
- Έφαγε πυροβολισμούς (από ελεύθερο σκοπευτή)
- Ρυθμισμένος
- υποτιμούσε
- επικρίθηκε
- επικρίθηκε
- έκρινε αυστηρά
- στενόχωρος
- κατακρίθηκε
- κοροϊδεμένος
- υποτιμημένος
- γρονθοκόπησε
- αναστατωμένος
- γκρίνιαζε
- γρύλισε
- ψιθύρισε
- γκρίνιαζε
- διαφωνούσε
- επέπληξε
- Επιτιμήθηκε
- κατηγόρησε
- Επιπληχθείς
- Κακός
- ενισχυμένος
- γκρινιάζω
- Γκρίνιαζε
- μάγουλο
- πέθανε
- γκρινιάζω
- γκρίνιαζε
- γκρίνιαζε
Nearest Words of crucified
Definitions and Meaning of crucified in English
crucified
to put to death by nailing or binding the hands and feet to a cross, to destroy the power of, pillory sense 2, to put to death by nailing or binding the wrists or hands and feet to a cross, to treat cruelly
FAQs About the word crucified
σταυρωμένος
to put to death by nailing or binding the hands and feet to a cross, to destroy the power of, pillory sense 2, to put to death by nailing or binding the wrists
επιτέθηκε,επικρίθηκε,κατηγορηθεί,‏επιμελήθηκε‏,λογοκριμένος,καταγγελμένος,εκδορά,ελαττωματικό,εκδορά,απαγχονισμένος
εγκρίθηκε,ενέκρινε,εγκεκριμένος,προτεινόμενο,κυρώσεις,επαινέθηκε,επαίνεσε,υμνεί,επαινεμένος
crucibles => χωνευτήρια, croziers => ποιμαντορικά ραβδιά, crow's-foot => πόδι κοράκι, crow's nests => φωλιές κορακιών, crows => κοράκια,