Greek Meaning of gibbeted

απαγχονισμένος

Other Greek words related to απαγχονισμένος

Definitions and Meaning of gibbeted in English

Webster

gibbeted (imp. & p. p.)

of Gibbet

FAQs About the word gibbeted

απαγχονισμένος

of Gibbet

επικρίθηκε,κατηγορηθεί,καταγγελμένος,εκδορά,εκδορά,Καρίνα,μαστιγωμένος,διαπομπευμένος,μάλωσε,μομφή

εγκρίθηκε,ενέκρινε,εγκεκριμένος,προτεινόμενο,κυρώσεις,επαινέθηκε,επαίνεσε,υμνεί,επαινεμένος

gibbet => κρεμάλα, gibberish => Ανοησία, gibbering => ανοητολογία, gibberellin => γιββερελλίνη, gibberellic acid => γιββερελλικό οξύ,