Greek Meaning of gibbering

ανοητολογία

Other Greek words related to ανοητολογία

Definitions and Meaning of gibbering in English

Webster

gibbering (p. pr. & vb. n.)

of Gibber

FAQs About the word gibbering

ανοητολογία

of Gibber

κουβέντα,κουβέντα,συνομιλώντας,σιελόρροος,σάλιασμα,κουβέντα,κουτσομπολιό,μουρμούρισμα,φώνας,κραυγές

αρθρώνω,προφέροντας,εκφορά

gibberellin => γιββερελλίνη, gibberellic acid => γιββερελλικό οξύ, gibbered => μπερδεύω λεξεις, gibber => τη φλυαρία, gibbed => γιβεδάκι,