Greek Meaning of sputtering
σπορά
Other Greek words related to σπορά
Nearest Words of sputtering
Definitions and Meaning of sputtering in English
sputtering (n)
the noise of something spattering or sputtering explosively
FAQs About the word sputtering
σπορά
the noise of something spattering or sputtering explosively
διστακτικός,ανακοπή,διστακτικός,γκρινιάρης,γκρίνια,μουρμούρισμα,τραυλισμός,σκοντάφτοντας,τραυλισμός,άναρθρος
αρθρωτός,εύγλωττος,εύκολος,άπταιστα,εύγλωττος,λεκτικός,φωνητικός,πολυλογάς,εκφραστικός,ειλικρινά
sputter => ψελλίσω, sputnik => Σπούτνικ, spurting => πίδακας, spurt => ώθηση, spurring => κίνητρο,