Greek Meaning of rattling
τρίζοντας
Other Greek words related to τρίζοντας
- ζωηρός
- γρήγορος
- καλπάζον
- γρήγορος
- γρήγορος
- γρήγορος
- επιταχυνόμενος
- Πρησμένος
- chóngyros
- Κομμένος η ανάσα
- ζαλισμένος
- στόλος
- ιπτάμενος
- Επιπόλαιος
- ζεστό
- σπεύδω
- αστραπή
- Δροσερός
- Ραγδαία φωτιά
- βιαστικός
- Ζωηρό
- γρήγορος
- σχίση
- ανεμοστρόβιλος
- ζωηρός
- συναρπαστικός
- Ενεργητικός
- γρήγορος
- επιτάχυνε
- υψηλής ταχύτητας
- προτροπή
- επιταχύνεται
- Έτοιμος
- βιασύνη
- ανταγωνιστικό
- δυνατός
- ζωηρός
- με υψηλή ταχύτητα
- Ταχύς
Nearest Words of rattling
- rattlewort => Ξινόχορτο
- rattlewings => κροταλίδες
- rattleweed => χνουδωτή κροταλία
- rattletrap => σαράβαλο
- rattle-top => Κουδουνάκι
- rattlesnake's master => Ο κύριος του κροταλία
- rattlesnake weed => Φιδόχορτο
- rattlesnake root => Ρίζα κροταλίας
- rattlesnake plantain => Plantago rattlesnake
- rattlesnake orchid => σειρήνια ορχιδέα
Definitions and Meaning of rattling in English
rattling (n)
a rapid series of short loud sounds (as might be heard with a stethoscope in some types of respiratory disorders)
rattling (s)
extraordinarily good or great; used especially as intensifiers
quick and energetic
rattling (r)
used as intensifiers; `real' is sometimes used informally for `really'; `rattling' is informal
rattling (p. pr. & vb. n.)
of Rattle
FAQs About the word rattling
τρίζοντας
a rapid series of short loud sounds (as might be heard with a stethoscope in some types of respiratory disorders), extraordinarily good or great; used especiall
ζωηρός,γρήγορος,καλπάζον,γρήγορος,γρήγορος,γρήγορος,επιταχυνόμενος,Πρησμένος,chóngyros,Κομμένος η ανάσα
Έρπων,εσκεμμένος,σέρνοντας,νωθρός,επίμονος,αργός,αργός,αργός,αργός,Αργός
rattlewort => Ξινόχορτο, rattlewings => κροταλίδες, rattleweed => χνουδωτή κροταλία, rattletrap => σαράβαλο, rattle-top => Κουδουνάκι,