Greek Meaning of rattletrap
σαράβαλο
Other Greek words related to σαράβαλο
- εγκαταλελειμμένος
- σαπισμένο
- επιδεινωμένο
- Επιδεινούμενος
- θορυβώδης
- ετοιμόρροπο
- τρεμάμενος
- ερειπωμένος
- αγκαθωτός
- σπασμένος
- ετοιμόρροπος
- έρημος
- κατεστραμμένος
- ερειπωμένος
- μουντός
- εγκαταλελειμμένος
- ξεχασμένος από το θεό
- κουρελιασμένος
- κουρασμένος
- απεριποίητος
- βυθισμένο
- σπασμένο
- κατεστραμμένος
- κοντόχοντρος
- γκράντζι
- βλάβη
- πόνος
- εξασθενημένος
- τραυματισμένος
- ψωραλέος
- παραμελημένος
- κουρελιασμένος
- φθαρμένος
- κατεστραμμένος
- ερειπωμένος
- τριβή
- ατημέλητος
- ξεπεσμένος
- φθαρμένος
- ύπουλος
- κολλώδης
- κουρελιασμένος
- φθαρμένος
- φθαρμένος
- παλιός
- Φθαρμένος
- βομβαρδισμένο
- ατημέλητος
- κατεστραμμένος
- φτωχός
Nearest Words of rattletrap
- rattle-top => Κουδουνάκι
- rattlesnake's master => Ο κύριος του κροταλία
- rattlesnake weed => Φιδόχορτο
- rattlesnake root => Ρίζα κροταλίας
- rattlesnake plantain => Plantago rattlesnake
- rattlesnake orchid => σειρήνια ορχιδέα
- rattlesnake master => Αφέντης των κροταλιών
- rattlesnake fern => Σκολοπένδρα η αφυλλος
- rattlesnake => κροταλίας
- rattler => κροταλίας
Definitions and Meaning of rattletrap in English
rattletrap (n.)
Any machine or vehicle that does not run smoothly.
FAQs About the word rattletrap
σαράβαλο
Any machine or vehicle that does not run smoothly.
εγκαταλελειμμένος,σαπισμένο,επιδεινωμένο,Επιδεινούμενος,θορυβώδης,ετοιμόρροπο,τρεμάμενος,ερειπωμένος,αγκαθωτός,σπασμένος
ολοκαίνουργιο,φρέσκος,συντηρημένο,νέος,διατηρήθηκε,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανακατασκευασμένος,φανταχτερός,ξαναχτίστηκε
rattle-top => Κουδουνάκι, rattlesnake's master => Ο κύριος του κροταλία, rattlesnake weed => Φιδόχορτο, rattlesnake root => Ρίζα κροταλίας, rattlesnake plantain => Plantago rattlesnake,