Greek Meaning of rattletrap

σαράβαλο

Other Greek words related to σαράβαλο

Definitions and Meaning of rattletrap in English

Webster

rattletrap (n.)

Any machine or vehicle that does not run smoothly.

FAQs About the word rattletrap

σαράβαλο

Any machine or vehicle that does not run smoothly.

εγκαταλελειμμένος,σαπισμένο,επιδεινωμένο,Επιδεινούμενος,θορυβώδης,ετοιμόρροπο,τρεμάμενος,ερειπωμένος,αγκαθωτός,σπασμένος

ολοκαίνουργιο,φρέσκος,συντηρημένο,νέος,διατηρήθηκε,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανακατασκευασμένος,φανταχτερός,ξαναχτίστηκε

rattle-top => Κουδουνάκι, rattlesnake's master => Ο κύριος του κροταλία, rattlesnake weed => Φιδόχορτο, rattlesnake root => Ρίζα κροταλίας, rattlesnake plantain => Plantago rattlesnake,