Greek Meaning of unkept
απεριποίητος
Other Greek words related to απεριποίητος
- εγκαταλελειμμένος
- ερειπωμένος
- κοντόχοντρος
- γκράντζι
- ψωραλέος
- παραμελημένος
- φθαρμένος
- τριβή
- ατημέλητος
- ξεπεσμένος
- φθαρμένος
- κολλώδης
- φθαρμένος
- φθαρμένος
- ερειπωμένος
- αγκαθωτός
- σπασμένος
- σαπισμένο
- ετοιμόρροπος
- έρημος
- μουντός
- γαϊδουρόαυτη
- εγκαταλελειμμένος
- ξεχασμένος από το θεό
- μέση τιμή
- σκοροφαγωμένος
- κουρελιασμένος
- ετοιμόρροπο
- τρεμάμενος
- ερειπωμένος
- ύπουλος
- κουρελιασμένος
- κουρελιασμένος
- παλιός
- κουρασμένος
- Φθαρμένος
- βομβαρδισμένο
- ατημέλητος
- φθαρμένος
- κατεστραμμένος
- φτωχός
- σπασμένο
- κατεστραμμένος
- κατεστραμμένος
- επιδεινωμένο
- Επιδεινούμενος
- βλάβη
- πόνος
- εξασθενημένος
- τραυματισμένος
- θορυβώδης
- σαράβαλο
- κατεστραμμένος
- βυθισμένο
Nearest Words of unkept
Definitions and Meaning of unkept in English
unkept (a)
(especially of promises or contracts) having been violated or disregarded
FAQs About the word unkept
απεριποίητος
(especially of promises or contracts) having been violated or disregarded
εγκαταλελειμμένος,ερειπωμένος,κοντόχοντρος,γκράντζι,ψωραλέος,παραμελημένος,φθαρμένος,τριβή,ατημέλητος,ξεπεσμένος
ολοκαίνουργιο,φρέσκος,διατηρήθηκε,συντηρημένο,νέος,φροντισμένοι,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανακατασκευασμένος,ξαναχτίστηκε
unkent => άγνωστος, unkennel => εκτοπίσω από τη φωλιά, unkemptness => ατημέλητος, unkempt => ατημέλητος, unkemmed => αχτένιστος,