Greek Meaning of unkept

απεριποίητος

Other Greek words related to απεριποίητος

Definitions and Meaning of unkept in English

Wordnet

unkept (a)

(especially of promises or contracts) having been violated or disregarded

FAQs About the word unkept

απεριποίητος

(especially of promises or contracts) having been violated or disregarded

εγκαταλελειμμένος,ερειπωμένος,κοντόχοντρος,γκράντζι,ψωραλέος,παραμελημένος,φθαρμένος,τριβή,ατημέλητος,ξεπεσμένος

ολοκαίνουργιο,φρέσκος,διατηρήθηκε,συντηρημένο,νέος,φροντισμένοι,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανακατασκευασμένος,ξαναχτίστηκε

unkent => άγνωστος, unkennel => εκτοπίσω από τη φωλιά, unkemptness => ατημέλητος, unkempt => ατημέλητος, unkemmed => αχτένιστος,