Greek Meaning of dilapidated

ερειπωμένος

Other Greek words related to ερειπωμένος

Definitions and Meaning of dilapidated in English

Wordnet

dilapidated (s)

in deplorable condition

Webster

dilapidated (imp. & p. p.)

of Dilapidate

Webster

dilapidated (a.)

Decayed; fallen into partial ruin; injured by bad usage or neglect.

FAQs About the word dilapidated

ερειπωμένος

in deplorable conditionof Dilapidate, Decayed; fallen into partial ruin; injured by bad usage or neglect.

εγκαταλελειμμένος,έρημος,παραμελημένος,φθαρμένος,κουρελιασμένος,ερειπωμένος,σπασμένο,κατεστραμμένος,ετοιμόρροπος,γαϊδουρόαυτη

ολοκαίνουργιο,φρέσκος,διατηρήθηκε,συντηρημένο,νέος,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ανακατασκευασμένος,φανταχτερός,ξαναχτίστηκε

dilapidate => καταστρέφω, dilantin => φαινυτοΐνη, dilaniation => καταστροφή, dilaniate => σκίζω, dilaceration => ακρωτηριασμός,