Greek Meaning of cared-for

φροντισμένοι

Other Greek words related to φροντισμένοι

Definitions and Meaning of cared-for in English

Wordnet

cared-for (a)

having needed care and attention

FAQs About the word cared-for

φροντισμένοι

having needed care and attention

διατηρήθηκε,συντηρημένο,ολοκαίνουργιο,φρέσκος,επισκευασμένο,νέος,ανακατασκευασμένος,μπαλωμένο,ξαναχτίστηκε,φανταχτερός

ερειπωμένος,ατημέλητος,κατεστραμμένος,φτωχός,κοντόχοντρος,γκράντζι,ψωραλέος,μέση τιμή,παραμελημένος,φθαρμένος

cared => νοιάζεται, care for => φροντίζω, care delivery => Παροχή φροντίδας, care a hang => με νοιάζει ελάχιστα, care => φροντίδα,