Greek Meaning of maintained

συντηρημένο

Other Greek words related to συντηρημένο

Definitions and Meaning of maintained in English

Wordnet

maintained (s)

kept in good condition

continued in your keeping or use or memory

Webster

maintained (imp. & p. p.)

of Maintain

FAQs About the word maintained

συντηρημένο

kept in good condition, continued in your keeping or use or memoryof Maintain

διατηρήθηκε,ανακατασκευασμένος,ολοκαίνουργιο,φροντισμένοι,φρέσκος,επισκευασμένο,νέος,μπαλωμένο,ξαναχτίστηκε,φανταχτερός

εγκαταλελειμμένος,ερειπωμένος,κατεστραμμένος,κοντόχοντρος,γκράντζι,ψωραλέος,μέση τιμή,παραμελημένος,τριβή,ατημέλητος

maintainable => Προστατεύσιμος, maintain => συντηρώ, mainswear => ρούχα, mainstreamed => ενταγμένος στην κοινότητα, mainstream => κυρίαρχη τάση,