FAQs About the word mains

ηλεκτρικό ρεύμα

The farm attached to a mansion house.

ήπειροι,Ηπειρωτική χώρα,Ηπειρωτικές μάζες,υποήπειροι

νησιά,νησιά,νησίδες,πλήκτρα,Ατόλες,ακρωτήρια,κοραλλιογενείς ύφαλοι,Φράγμα υφάλων,Κέι,Ακρωτήρι

mainprising => κύρια ενέχυρο, mainprised => εξατομικά εγγυημένος, mainprise => Εγγύηση, mainpin => κύριος πείρος, mainpernor => εγγυητής,