Greek Meaning of mainly

κυρίως

Other Greek words related to κυρίως

Definitions and Meaning of mainly in English

Wordnet

mainly (r)

for the most part

Webster

mainly (adv.)

Very strongly; mightily; to a great degree.

Principally; chiefly.

FAQs About the word mainly

κυρίως

for the most partVery strongly; mightily; to a great degree., Principally; chiefly.

βασικά,κυρίως,γενικά,σε μεγάλο βαθμό,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,συνήθως,γενικά

ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,μόνο,τέλεια,διεξοδικά,ολοκληρωτικά,εξολοκλήρου,απόλυτα,μόλις

mainline => κύρια γραμμή, mainland china => Ηπειρωτική Κίνα, mainland => ηπειρωτική χώρα, main-hamper => κύριο εμπόδιο, main-gauche => Αριστερόν,