Greek Meaning of much
πολύς
Other Greek words related to πολύς
- μεγάλος
- ιστορικός
- σημαντικός
- μεγάλος
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- συνεπακόλουθος
- εξαίρετος
- Σεισμικός
- γεγονός γεμάτο γεγονότα
- Εξαιρετικός.
- υλικό
- ουσιαστικό
- σημαντικός
- μνημειακός
- αξιοσημείωτος
- σοβαρός
- Τεκτονικός
- Καθοριστικής σημασίας
- κεντρικός
- κριτική
- κρίσιμος
- αποφασιστικός
- διακριτικός
- σοβαρός
- εξέχον
- ουσιαστικός
- διάσημος
- μοιραίος
- μοιραίος
- τάφος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- βαρύς
- διαπρεπής
- εντυπωσιακός
- κλειδί
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- διαβόητος
- Εξαιρετικός
- κρίσιμος
- περίβλεπτος
- εξέχων
- Διάσημος
- ειλικρινής
- στρατηγικός
- πολύτιμος
- Ζωτικός
- βαρύς
- αξίζει τον κόπο
- άξιος
Nearest Words of much
Definitions and Meaning of much in English
much (n)
a great amount or extent
much (a)
(quantifier used with mass nouns) great in quantity or degree or extent
much (r)
to a great degree or extent
very
to a very great degree or extent
(degree adverb used before a noun phrase) for all practical purposes but not completely
frequently or in great quantities
much (Compar. & superl. wanting, but supplied by)
Great in quantity; long in duration; as, much rain has fallen; much time.
Many in number.
High in rank or position.
much (n.)
A great quantity; a great deal; also, an indefinite quantity; as, you have as much as I.
A thing uncommon, wonderful, or noticeable; something considerable.
much (a.)
To a great degree or extent; greatly; abundantly; far; nearly.
FAQs About the word much
πολύς
a great amount or extent, (quantifier used with mass nouns) great in quantity or degree or extent, to a great degree or extent, very, to a very great degree or
μεγάλος,ιστορικός,σημαντικός,μεγάλος,σημαντικός,ουσιαστικός,συνεπακόλουθος,εξαίρετος,Σεισμικός,γεγονός γεμάτο γεγονότα
ασήμαντος,μικρός,ανήλικος,αμελητέος,ελαφρύ,μικρός,ασήμαντος,ασήμαντο,Ασημαντος,ασήμαντος
mucedin => μουτζεντίνη, mucate => μουκικό οξύ, mucamide => Μουκαμίδη, mubarak => Μπαράκ, muazzin => μουεζίνης,