Greek Meaning of earthshaking

Σεισμικός

Other Greek words related to Σεισμικός

Definitions and Meaning of earthshaking in English

Wordnet

earthshaking (s)

loud enough to shake the very earth

sufficiently significant to affect the whole world

FAQs About the word earthshaking

Σεισμικός

loud enough to shake the very earth, sufficiently significant to affect the whole world

μεγάλος,ιστορικός,σημαντικός,μεγάλος,σημαντικός,συνεπακόλουθος,αποφασιστικός,εξαίρετος,γεγονός γεμάτο γεγονότα,Εξαιρετικός.

Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος,μικρός,ανήλικος,αμελητέος,ελαφρύ,μικρός,ασήμαντος,ασήμαντος

earth's surface => Επιφάνεια γης, earth's crust => Φλοιός της Γης, earth-received time => ώρα με αντίληψη στη γη, earthquave => σεισμός, earthquake => Σεισμός,